Αμέσως μετά την κάκωση οι ασθενείς εμφανίζουν πόνο και οίδημα της άρθρωσης, ενώ μπορεί να παρατηρήσουν και αστάθεια του γόνατος (αίσθημα ότι το γόνατο «φεύγει»). Η κλινική εξέταση συνήθως θέτει τη διάγνωση σε πλήρεις (ολικές ρήξεις). Η επιβεβαίωση γίνεται με τη μαγνητική τομογραφία (MRI), η οποία αποτελεί τη διαγνωστική εξέταση εκλογής.
Συμβαίνουν συνήθως σε άτομα που ασχολούνται με τον αθλητισμό, κυρίως με ποδόσφαιρο, καλαθοσφαίριση και σκι, αλλά μπορούν να συμβούν και στα πλαίσια καθημερινών δραστηριοτήτων. Ο μηχανισμός της κάκωσης στην πλειονότητα των περιπτώσεων περιλαμβάνει μια στροφική κίνηση της άρθρωσης σε συνδυασμό με απότομη επιβράδυνση, στραβοπάτημα ή προσγείωση σε ανώμαλη επιφάνεια μετά από άλμα. Σε πάνω από τις μισές περιπτώσεις οι ρήξεις του ΠΧΣ συνοδεύονται από τραυματισμούς άλλων στοιχείων της άρθρωσης (συνήθως του έσω μηνίσκου ή/και του έσω πλαγίου συνδέσμου). Οι γυναίκες φαίνεται ότι είναι πιο επιρρεπείς σε ρήξεις του ΠΧΣ γεγονός που αποδίδεται σε διαφορές στη μυϊκή ισχύ, το νευρομυϊκό έλεγχο και τη χαλαρότητα των συνδέσμων σε σχέση με τους άνδρες